διασημότεροι

διασημότεροι
διάσημος
clear
masc nom/voc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • Αιακίδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Οι γιοι του Αιακού και όλοι όσοι ανήκαν στα γένη που σχηματίστηκαν από αυτούς. Οι διασημότεροι Α. ήταν: από τον γιο του Αιακού Πηλέα, ο Αχιλλέας και ο Νεοπτόλεμος, ο Μολοσσός, ο Πύρρος και η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… …   Dictionary of Greek

  • εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”